ἐνωτίου

ἐνωτίου
ἐνώτιον
ear-ring
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • πτύχιον — τὸ, Α [πτυχή] 1. πτυκτό βιβλίο, δέλτος 2. κρεμαστό εξάρτημα ενωτίου, σκουλαρικιού 3. φύλλα πτυσσόμενης θύρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”